ξυστικός

ξυστικός
ξυστικός, ή, όν,
A of or for scraping : ἡ -κή the art of polishing, Sch. D.T.p.110H.
2 corrosive,

χυμός Phylotim.

ap. Ath.3.81b, Gal. Nat.Fac.2.9 ;

ξυστικὸν ἔχει τῶν ἐντέρων Alex.Trall.Febr.

I ; of plasters, Orib.Fr.88.
II ([etym.] ξυστός) taking exercise in a xystus: hence, athlete, xysticorum certationes Suet.Aug.45 ;

ἀνὴρ ξ. Gal.13.1023

;

ξ. ἀθληταί BCH28.22

; ξ. σύνοδος Athletic Association,

ἡ ἱερὰ θυμελικὴ καὶ ξ. σ. OGI713.3

(Alexandria, iii A. D.) ;

ἡ ἱερὰ ξ. περιπολιστικὴ οἰκουμενικὴ σύνοδος IG14.956B19

, cf. PLond.3.1178.2 (ii A. D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξυστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστικός — ή, ό (ΑΜ ξυστικός, ή, όν) [ξυστός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξύση, στο ξύσιμο νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ξύνει («ξυστικό εργαλείο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυστικά η αμοιβή τού εργάτη για την ξύση, την απόξεση, το… …   Dictionary of Greek

  • ξυστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύσιμο. 2. αυτός που χρησιμοποιείται για ξύσιμο: Ξυστικά μηχανήματα. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ξυστικά η αμοιβή για το ξύσιμο, για ξυστική εργασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυστικόν — ξυστικός of masc acc sg ξυστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστική — ξυστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”